κλαμένος

κλαμένος
η , ο
1) плачущий;

κλαμένα μάτια — весь в слезах, с заплаканными глазами;

2) оплаканный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κλαμένος" в других словарях:

  • κλαίγομαι — κλαίγομαι, κλαύτηκα, κλαμένος βλ. πίν. 170 Σημειώσεις: κλαίγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → παραπονιέμαι, εκτός από τη μτχ. κλαμένος, που συνδέεται νοηματικά με την ενεργητική φωνή (→ αυτός που κλαίει ή έχει… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • επίδακρυς — ἐπίδακρυς, υ (AM) δακρυσμένος, κλαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκρυ] …   Dictionary of Greek

  • θρηνίζω — (Μ θρηνίζω) 1. θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω 2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θρηνιζόμενος, ένη, ον κλαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. < θρηνώ κατά τα σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] …   Dictionary of Greek

  • κλαυτός — και κλαυστός, ή, ό (Α κλαυστός και κλαυτός, ή, όν) [κλαίω] άξιος για κλάματα, αξιοθρήνητος νεοελλ. 1. αυτός που κλαίει, κλαμένος 2. αυτός που τόν έκλαψαν, τόν μοιρολόγησαν. επίρρ... κλαυτά με κλάματα, κλαψιάρικα, παραπονιάρικα …   Dictionary of Greek

  • αποκλαίω — και αποκλαίγω αψα, κλαμένος 1. κλαίω κάποιον πολύ: Τον απόκλαψε τον άντρα της. 2. παύω να κλαίω: Έκλαψα κι απόκλαψα, προκοπή δεν είδα (παροιμ. φράση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαυτός — ή, ό επίρρ. ά αξιοθρήνητος, κλαμένος: Έφυγε κλαυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»